„βερνίκωμα“: ουδέτερο βερνίκωμα [verˈnikoma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Lackierung Lackierungθηλυκό | Femininum, weiblich f βερνίκωμα βερνίκωμα