βερνίκι
[verˈnikji]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Lackαρσενικό | Maskulinum, männlich mβερνίκιPoliturθηλυκό | Femininum, weiblich fβερνίκιLackierungθηλυκό | Femininum, weiblich fβερνίκιβερνίκι
- Firnisαρσενικό | Maskulinum, männlich mβερνίκι άχρωμοβερνίκι άχρωμο
- Bohnerwachsουδέτερο | Neutrum, sächlich nβερνίκι για το πάτωμαβερνίκι για το πάτωμα
- Schuhcremeθηλυκό | Femininum, weiblich fβερνίκι για παπούτσιαβερνίκι για παπούτσια
examples
- βερνίκι νυχιώνNagellackαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- βερνίκι παπουτσιώνSchuhcremeθηλυκό | Femininum, weiblich f