βελόνα
[veˈlona]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Nadelθηλυκό | Femininum, weiblich fβελόνα βοτανική | Botanikβοτβελόνα βοτανική | Botanikβοτ
examples
- βελόνα (ραψίματος)(Näh-)Nadelθηλυκό | Femininum, weiblich f
- βελόνα ένεσηςInjektionsnadelθηλυκό | Femininum, weiblich f
- βελόνα πλεξίματοςStricknadelθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples