βελτιώνω
[veltiˈono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- bessern, verbessernβελτιώνωβελτιώνω
- aufpolierenβελτιώνω δεξιότητες, γλώσσαβελτιώνω δεξιότητες, γλώσσα