βελονόφυλλα
[veloˈnofila]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Nadelhölzerπληθυντικός | Plural plβελονόφυλλα βοτανική | Botanikβοτβελονόφυλλα βοτανική | Botanikβοτ