„βελονότρυπα“: θηλυκό βελονότρυπα [veloˈnotripa]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Nadelöhr Nadelöhrουδέτερο | Neutrum, sächlich n βελονότρυπα βελονότρυπα