„βεληνεκές“: ουδέτερο βεληνεκές [velineˈkjes]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Tragweite Tragweiteθηλυκό | Femininum, weiblich f βεληνεκές βεληνεκές