βδέλλα
[ˈvðela]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Blutegelαρσενικό | Maskulinum, männlich mβδέλλα ζωολογία | Zoologieζωολβδέλλα ζωολογία | Zoologieζωολ
- Blutsaugerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fβδέλλα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφβδέλλα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ