„βαφτιστικός“: επίθετο, ως επίθετο βαφτιστικός [vaftistiˈkos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, βαφτιστική, βαφτιστικό Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Tauf- Tauf- βαφτιστικός βαφτιστικός examples βαφτιστικό όνομαουδέτερο | Neutrum, sächlich n Taufnameαρσενικό | Maskulinum, männlich m Rufnameαρσενικό | Maskulinum, männlich m βαφτιστικό όνομαουδέτερο | Neutrum, sächlich n „βαφτιστικός“: αρσενικό βαφτιστικός [vaftistiˈkos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Patensohn Patensohnαρσενικό | Maskulinum, männlich m βαφτιστικός βαφτιστικός