„βαφέας“: αρσενικό και θηλυκό βαφέας [vaˈfeas]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Lackierer Lackiererαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f βαφέας βαφέας