„βασιμότητα“: θηλυκό βασιμότητα [vasiˈmotita]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Stichhaltigkeit Stichhaltigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f βασιμότητα βασιμότητα