βαρύτητα
[vaˈritita]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Schwerkraftθηλυκό | Femininum, weiblich fβαρύτητα φυσβαρύτητα φυσ
- Schwereθηλυκό | Femininum, weiblich fβαρύτητα μέγεθοςβαρύτητα μέγεθος
- Gewichtουδέτερο | Neutrum, sächlich nβαρύτητα σημασία μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφGewichtungθηλυκό | Femininum, weiblich fβαρύτητα σημασία μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφβαρύτητα σημασία μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ