βαρόνος
[vaˈronos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Baronαρσενικό | Maskulinum, männlich mβαρόνοςβαρόνος
examples
- βαρόνος των ναρκωτικώνDrogenbaronαρσενικό | Maskulinum, männlich m