„βαριεστημένος“ βαριεστημένος [variestiˈmenos], βαριεστημένη, βαριεστημένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) gelangweilt gelangweilt βαριεστημένος βαριεστημένος