βαρβαρικός
[varvariˈkos], βαρβαρική, βαρβαρικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- barbarischβαρβαρικόςβαρβαρικός
Thank you for your feedback!