βαρέλι
[vaˈreli]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- σε βαρέλιfrisch gezapft
- βαρέλι περισυλλογής νερούRegenfassουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- βαρέλι πυρίτιδαςPulverfassουδέτερο | Neutrum, sächlich n