„βαμπάκι“: ουδέτερο βαμπάκι [vamˈbakji]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) βαμπάκι → see „βαμβάκι“ βαμπάκι → see „βαμβάκι“