„βαλιτσάκι“: ουδέτερο βαλιτσάκι [valiˈtsakji]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Köfferchen Köfferchenουδέτερο | Neutrum, sächlich n βαλιτσάκι βαλιτσάκι examples βαλιτσάκι καλλυντικών Schminkkofferαρσενικό | Maskulinum, männlich m βαλιτσάκι καλλυντικών