„βαλανίδι“: ουδέτερο βαλανίδι [valaˈniði]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Eichel Eichelθηλυκό | Femininum, weiblich f βαλανίδι βαλανίδι