„βαθυστόχαστος“ βαθυστόχαστος [vaθisˈtoxastos], βαθυστόχαστη, βαθυστόχαστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) tiefsinnig tiefsinnig βαθυστόχαστος βαθυστόχαστος