„βαθυμπλέ“: επίθετο, ως επίθετο βαθυμπλέ [vaθiˈble]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj <άκλιτο | invariabel, unveränderlichinv> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) dunkelblau, tiefblau dunkelblau, tiefblau βαθυμπλέ βαθυμπλέ