„βαθυκόκκινος“ βαθυκόκκινος [vaθiˈkokjinos], βαθυκόκκινη, βαθυκόκκινοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) purpurrot purpurrot βαθυκόκκινος βαθυκόκκινος