βαθμονόμηση
[vaθmoˈnomisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Eichungθηλυκό | Femininum, weiblich fβαθμονόμησηGradeinteilungθηλυκό | Femininum, weiblich fβαθμονόμησηβαθμονόμηση