„βαθμονομώ“: μεταβατικό ρήμα βαθμονομώ [vaθmonoˈmo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) eichen eichen βαθμονομώ ζυγαριά κτλ βαθμονομώ ζυγαριά κτλ