„βαθμιαίος“ βαθμιαίος [vaθmiˈeos], βαθμιαία, βαθμιαίοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) schrittweise, allmählich schrittweise, allmählich βαθμιαίος βαθμιαίος