„βαδίστρια“: θηλυκό βαδίστρια [vaˈðistria]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Geherin Geherinθηλυκό | Femininum, weiblich f βαδίστρια αθλητισμός | Sportαθλ βαδίστρια αθλητισμός | Sportαθλ