„βαγκόν-λι“: ουδέτερο βαγκόν-λι [vaˈgon-ˈli]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schlafwagen Schlafwagenαρσενικό | Maskulinum, männlich m βαγκόν-λι βαγκόν-λι