„βίτσιο“: ουδέτερο βίτσιο [ˈvitsjo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Laster Lasterουδέτερο | Neutrum, sächlich n βίτσιο ελάττωμα βίτσιο ελάττωμα