„βήχω“: αμετάβατο ρήμα βήχω [ˈvixo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-ξα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) husten, sich räuspern husten βήχω βήχω sich räuspern βήχω ξεροβήχω βήχω ξεροβήχω