βέλτιστος
[ˈveltistos], βέλτιστη, βέλτιστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- βέλτιστο επίπεδοουδέτερο | Neutrum, sächlich n τεχνική | TechnikτεχνHöchststandαρσενικό | Maskulinum, männlich m