„βάφομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα βάφομαι [ˈvafome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich schminken, sich färben sich färben (lassen) βάφομαι ύφασμα, μαλλιά βάφομαι ύφασμα, μαλλιά sich schminken βάφομαι μάτια, χείλια βάφομαι μάτια, χείλια