„αϋλότητα“: θηλυκό αϋλότητα [aiˈlotita]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Substanzlosigkeit Substanzlosigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f αϋλότητα αϋλότητα