„αψιμαχία“: θηλυκό αψιμαχία [apsimaˈçia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Geplänkel Geplänkelουδέτερο | Neutrum, sächlich n αψιμαχία αψιμαχία