„αχρηστεύω“: μεταβατικό ρήμα αχρηστεύω [axrisˈtevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) unbrauchbar machen unbrauchbar machen αχρηστεύω αχρηστεύω