„αχρηστία“: θηλυκό αχρηστία [axrisˈtia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Unbrauchbarkeit Unbrauchbarkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f αχρηστία αχρηστία