„αχνός“ αχνός [axˈnos], αχνή, αχνόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) fahl, schwach fahl, schwach αχνός αχνός
„αχνός“: αρσενικό αχνός [axˈnos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Dampf, Hauch Dampfαρσενικό | Maskulinum, männlich m αχνός Hauchαρσενικό | Maskulinum, männlich m αχνός αχνός