„αχλάδι“: ουδέτερο αχλάδι [aˈxlaði]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Birne Birneθηλυκό | Femininum, weiblich f αχλάδι αχλάδι examples αχλάδι nashi βοτανική | Botanikβοτ γαστρονομία | Kochkunst, Gastronomieγαστρ Nashi(birne)θηλυκό | Femininum, weiblich f αχλάδι nashi βοτανική | Botanikβοτ γαστρονομία | Kochkunst, Gastronomieγαστρ