„αχιόνιστος“ αχιόνιστος [açiˈonistos], αχιόνιστη, αχιόνιστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) schneefrei schneefrei αχιόνιστος αχιόνιστος