Αχιλλέας
[açiˈleas]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Achillesαρσενικό | Maskulinum, männlich mΑχιλλέαςΑχιλλέας
examples
- αχίλλειος πτέρναθηλυκό | Femininum, weiblich fAchillessehneθηλυκό | Femininum, weiblich f
- αχίλλειος πτέρναθηλυκό | Femininum, weiblich f μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφAchillesferseθηλυκό | Femininum, weiblich f