αχθοφόρος
[axθoˈforos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Gepäckträgerαρσενικό | Maskulinum, männlich mαχθοφόρος άνθρωποςαχθοφόρος άνθρωπος
Thank you for your feedback!