„αχαρακτήριστος“ αχαρακτήριστος [axarakˈtiristos], αχαρακτήριστη, αχαρακτήριστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) empörend empörend αχαρακτήριστος αχαρακτήριστος