„αφυδατώνομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα αφυδατώνομαι [afiðaˈtonome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) austrocknen austrocknen αφυδατώνομαι αφυδατώνομαι