αφρόλουτρο
[aˈfrolutro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Schaumbadουδέτερο | Neutrum, sächlich nαφρόλουτροαφρόλουτρο
- Badeschaumαρσενικό | Maskulinum, männlich mαφρόλουτρο προϊόναφρόλουτρο προϊόν