„αφρολέξ“: ουδέτερο αφρολέξ [afroˈleks]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schaumgummi Schaumgummiαρσενικό | Maskulinum, männlich m αφρολέξ αφρολέξ