„αφράτος“ αφράτος [aˈfratos], αφράτη, αφράτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) zart, weich, rundlich zart, weich αφράτος ψωμί, πλεχτό αφράτος ψωμί, πλεχτό rundlich αφράτος χέρι αφράτος χέρι