„αφουγκράζομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα αφουγκράζομαι [afuŋˈgrazome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) lauschen lauschen αφουγκράζομαι αφουγκράζομαι