„αφοσιώνομαι“: αποθετικό ρήμα αφοσιώνομαι [afosiˈonome]αποθετικό ρήμα | Deponens dep Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich widmen, sich hingeben, sich versenken sich widmen (σεδοτική | Dativ dat) αφοσιώνομαι sich hingeben αφοσιώνομαι αφοσιώνομαι sich versenken (σε in+αιτιατική | +Akkusativ +akk) αφοσιώνομαι στη δουλειά, στην ανάγνωση μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ αφοσιώνομαι στη δουλειά, στην ανάγνωση μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ