αφορισμός
[aforizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Aphorismusαρσενικό | Maskulinum, männlich mαφορισμόςαφορισμός
- Bannαρσενικό | Maskulinum, männlich mαφορισμός θρησκεία | Religionθρησκαφορισμός θρησκεία | Religionθρησκ