αφοπλιστικός
[afoplistiˈkos], αφοπλιστική, αφοπλιστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- entwaffnendαφοπλιστικόςαφοπλιστικός
Thank you for your feedback!