αφοπλισμός
[afoplizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Entwaffnungθηλυκό | Femininum, weiblich fαφοπλισμόςαφοπλισμός
- Abrüstungθηλυκό | Femininum, weiblich fαφοπλισμός στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστραταφοπλισμός στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ